σαμαρσκίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαμαρσκίτης | οι | σαμαρσκίτες |
| γενική | του | σαμαρσκίτη | των | σαμαρσκιτών |
| αιτιατική | τον | σαμαρσκίτη | τους | σαμαρσκίτες |
| κλητική | σαμαρσκίτη | σαμαρσκίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαμαρσκίτης < samarskite → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαμαρσκίτης αρσενικό
- ορυκτό οξείδιο σπανίων γαιών
Μεταφράσεις
σαμαρσκίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.