σαλοπέτα
Νέα ελληνικά (el)

Εργάτης με κίτρινη σαλοπέτα.
.jpg.webp)
Μωρό με σαλοπέτα.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαλοπέτα | οι | σαλοπέτες |
| γενική | της | σαλοπέτας | των | σαλοπετών |
| αιτιατική | τη | σαλοπέτα | τις | σαλοπέτες |
| κλητική | σαλοπέτα | σαλοπέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαλοπέτα θηλυκό (ενδυμασία)
- τύπος φόρμας εργασίας
- (συνεκδοχικά) κάθε ενδυμασία (ανδρική ή γυναικεία) που συνδυάζει παντελόνι (είτε μακρύ, είτε κοντό) με επιστήθιο και τιράντες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.