τιράντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιράντα οι τιράντες
      γενική της τιράντας των τιραντών
    αιτιατική την τιράντα τις τιράντες
     κλητική τιράντα τιράντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιράντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tirante, μτχ του tirare (τραβώ)

Ουσιαστικό

τιράντα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.