σαλονάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλονάτος η σαλονάτη το σαλονάτο
      γενική του σαλονάτου της σαλονάτης του σαλονάτου
    αιτιατική τον σαλονάτο τη σαλονάτη το σαλονάτο
     κλητική σαλονάτε σαλονάτη σαλονάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλονάτοι οι σαλονάτες τα σαλονάτα
      γενική των σαλονάτων των σαλονάτων των σαλονάτων
    αιτιατική τους σαλονάτους τις σαλονάτες τα σαλονάτα
     κλητική σαλονάτοι σαλονάτες σαλονάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαλονάτος < σαλόνι + -άτος < ιταλική salone < sala < φραγκική *sal < πρωτογερμανική *salą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sel- (καταφύγιο, κατοικία, χωριό)

Επίθετο

σαλονάτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σαλονάτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • σαλονάτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.