σαλονάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαλονάτος | η | σαλονάτη | το | σαλονάτο |
| γενική | του | σαλονάτου | της | σαλονάτης | του | σαλονάτου |
| αιτιατική | τον | σαλονάτο | τη | σαλονάτη | το | σαλονάτο |
| κλητική | σαλονάτε | σαλονάτη | σαλονάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαλονάτοι | οι | σαλονάτες | τα | σαλονάτα |
| γενική | των | σαλονάτων | των | σαλονάτων | των | σαλονάτων |
| αιτιατική | τους | σαλονάτους | τις | σαλονάτες | τα | σαλονάτα |
| κλητική | σαλονάτοι | σαλονάτες | σαλονάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
σαλονάτος
|
|
Πηγές
- σαλονάτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σαλονάτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.