σακουλεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακουλεμένος η σακουλεμένη το σακουλεμένο
      γενική του σακουλεμένου της σακουλεμένης του σακουλεμένου
    αιτιατική τον σακουλεμένο τη σακουλεμένη το σακουλεμένο
     κλητική σακουλεμένε σακουλεμένη σακουλεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακουλεμένοι οι σακουλεμένες τα σακουλεμένα
      γενική των σακουλεμένων των σακουλεμένων των σακουλεμένων
    αιτιατική τους σακουλεμένους τις σακουλεμένες τα σακουλεμένα
     κλητική σακουλεμένοι σακουλεμένες σακουλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

σακουλεμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.