σακουλεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σακουλεύομαι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şakul (βαρίδι για αλφάδιασμα) + -εύομαι

Ρήμα

σακουλεύομαι, πρτ.: σακουλευόμουν, στ.μέλλ.: θα σακουλευτώ, αόρ.: σακουλεύτηκα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.