σέρβις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈseɾ.vis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέρ‐βις
- τονικό παρώνυμο: σερβίς
Ουσιαστικό
σέρβις ουδέτερο άκλιτο, συνήθως στον ενικό
- ο έλεγχος σε τακτά χρονικά διαστήματα για την καλή λειτουργία ενός μηχανήματος που περιλαμβάνει την αντικατάσταση φθαρμένων εξαρτημάτων και την αποκατάσταση βλαβών
- ↪ πήγα το αυτοκίνητό μου στο συνεργείο για το σέρβις των 20.000 χιλιομέτρων
- η εξυπηρέτηση σε ένα κατάστημα, μια εταιρεία
- {πχ}} έχουν καλό φαγητό στην ταβέρνα αυτή, αλλά στο σέρβις υστερούν
Συγγενικά
- σερβίρισμα
- σερβίς
- σερβιτόρος
- σερβίτσιο
- → και δείτε τη λέξη σερβίρω
Μεταφράσεις
- σέρβις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.