σέρβις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σέρβις < (λόγιο δάνειο) αγγλική service[1] < γαλλική service (εξυπηρέτηση) < λατινική servitium (δουλεία, εξυπηρέτηση) < servus (δούλος)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈseɾ.vis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σέρβις
τονικό παρώνυμο: σερβίς

Ουσιαστικό

σέρβις ουδέτερο άκλιτο, συνήθως στον ενικό

  1. ο έλεγχος σε τακτά χρονικά διαστήματα για την καλή λειτουργία ενός μηχανήματος που περιλαμβάνει την αντικατάσταση φθαρμένων εξαρτημάτων και την αποκατάσταση βλαβών
    πήγα το αυτοκίνητό μου στο συνεργείο για το σέρβις των 20.000 χιλιομέτρων
  2. η εξυπηρέτηση σε ένα κατάστημα, μια εταιρεία
    {πχ}} έχουν καλό φαγητό στην ταβέρνα αυτή, αλλά στο σέρβις υστερούν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. σέρβις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.