servus

Εσπεράντο (eo)

Ρηματικός τύπος

servus (eo)

  • υποθετική του ρήματος servi

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

servus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ser-wo- (φρουρός, φύλακας) < *ser- (δένω, τοποθετώ μαζί)

Ουσιαστικό

servus (la) αρσενικό

  1. υπηρέτης
  2. υποτακτικός
  3. σκλάβος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική servus servī
γενική servī servōrum
δοτική servō servīs
αιτιατική servum servōs
κλητική serve servī
αφαιρετική servō servīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.