servus
Εσπεράντο
(eo)
Ρηματικός τύπος
servus
(eo)
υποθετική του ρήματος
servi
Λατινικά
(la)
Ετυμολογία
servus
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
ser-wo
- (
φρουρός
,
φύλακας
) < *
ser
- (
δένω
,
τοποθετώ
μαζί
)
Ουσιαστικό
servus
(la)
αρσενικό
υπηρέτης
υποτακτικός
σκλάβος
Κλίση
αριθμός
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
servus
servī
γενική
servī
servōrum
δοτική
servō
servīs
αιτιατική
servum
servōs
κλητική
serve
servī
αφαιρετική
servō
servīs
(β' κλίση)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.