σερβιτόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερβιτόρος οι σερβιτόροι
      γενική του σερβιτόρου των σερβιτόρων
    αιτιατική τον σερβιτόρο τους σερβιτόρους
     κλητική σερβιτόρε σερβιτόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σερβιτόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική servitore
Σερβιτόρος παίρνει παραγγελία από πελάτες.

Ουσιαστικό

σερβιτόρος αρσενικό, (θηλυκό σερβιτόρα)

  • (επάγγελμα) αυτός που σερβίρει φαγητό και ποτά στους πελάτες σε εστιατόριο, καφενείο κλπ.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.