σένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σένιος | η | σένια | το | σένιο |
| γενική | του | σένιου | της | σένιας | του | σένιου |
| αιτιατική | τον | σένιο | τη | σένια | το | σένιο |
| κλητική | σένιε | σένια | σένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σένιοι | οι | σένιες | τα | σένια |
| γενική | των | σένιων | των | σένιων | των | σένιων |
| αιτιατική | τους | σένιους | τις | σένιες | τα | σένια |
| κλητική | σένιοι | σένιες | σένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σένιος < σενι(άρω) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Συνώνυμα
- καλλωπισμένος
- σένιας
- σενιαρισμένος
- σουλουπωμένος
- τακτοποιημένος
Αναφορές
- σένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.