σενιάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
σενιάρω (παθητική φωνή: σενιάρομαι & σενιαρίζομαι)
- (λαϊκότροπο, προφορικό) βελτιώνω, τελειοποιώ την εξωτερική εμφάνιση προσώπου ή πράγματος
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη σουλουπώνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.