αυτοφωτογράφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοφωτογράφιση | οι | αυτοφωτογραφίσεις |
| γενική | της | αυτοφωτογράφισης | των | αυτοφωτογραφίσεων |
| αιτιατική | την | αυτοφωτογράφιση | τις | αυτοφωτογραφίσεις |
| κλητική | αυτοφωτογράφιση | αυτοφωτογραφίσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοφωτογράφιση (νεολογισμός) < αυτο- + φωτογράφιση, απόδοση για την αγγλική selfie (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
αυτοφωτογράφιση θηλυκό
- (φωτογραφία) σέλφι, φωτογραφικό αυτοπορτρέτο
- ※ Μετά την αυτοφωτογράφιση (γνωστή και ως «selfie»), που πραγματοποίησε με ομάδα εφήβων, και στη συνέχεια ανέβασε στο Facebook αποσπώντας χιλιάδες «like» και «shares» από το κοινό, ο πιο απρόβλεπτος Πάπας στη Ιστορία, συνέχισε να εξερευνά τις συνήθειες της νεολαίας. (@protagon.gr)
Μεταφράσεις
αυτοφωτογράφιση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.