ρότορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρότορας οι ρότορες
      γενική του ρότορα των ροτόρων
    αιτιατική τον ρότορα τους ρότορες
     κλητική ρότορα ρότορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρότορας εναλλακτήρα φράγματος για ηλεκτροπαραγωγή από κινητική ενέργεια του νερού σε τουρμπίνα. Εδώ ο ρότορας έχει απομακρυνθεί από το στάτορα για επισκευές.

Ετυμολογία

ρότορας < (καθαρεύουσα) ρότωρ < αγγλική rotor < rotator < rotate < λατινική rotatus < roto < rota (τροχός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hroteh₂

Ουσιαστικό

ρότορας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.