ρότορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρότορας | οι | ρότορες |
| γενική | του | ρότορα | των | ροτόρων |
| αιτιατική | τον | ρότορα | τους | ρότορες |
| κλητική | ρότορα | ρότορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ρότορας εναλλακτήρα φράγματος για ηλεκτροπαραγωγή από κινητική ενέργεια του νερού σε τουρμπίνα. Εδώ ο ρότορας έχει απομακρυνθεί από το στάτορα για επισκευές.
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ρότορας αρσενικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.