ρόδακας
Νέα ελληνικά (el)

παράθυρο βιτρό σε σχήμα ρόδακα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρόδακας | οι | ρόδακες |
| γενική | του | ρόδακα | των | ροδάκων |
| αιτιατική | τον | ρόδακα | τους | ρόδακες |
| κλητική | ρόδακα | ρόδακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρόδακας < λόγιο (καθαρεύουσα) ρόδαξ < ρόδον + -αξ < αρχαία ελληνική ῥόδον, σφαλερό μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rosace[1]
Ουσιαστικό
ρόδακας αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) ακτινωτό διακοσμητικό σχήμα, σαν τριαντάφυλλο με ανοικτά φύλλα
- ρόδακες σε βιτρώ εκκλησίας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρόδο
Αναφορές
- ρόδακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.