ρόδακας

Νέα ελληνικά (el)

παράθυρο βιτρό σε σχήμα ρόδακα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόδακας οι ρόδακες
      γενική του ρόδακα των ροδάκων
    αιτιατική τον ρόδακα τους ρόδακες
     κλητική ρόδακα ρόδακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρόδακας < λόγιο (καθαρεύουσα) ρόδαξ < ρόδον + -αξ < αρχαία ελληνική ῥόδον, σφαλερό μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rosace[1]

Ουσιαστικό

ρόδακας αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ρόδο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.