ρόγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρόγα οι ρόγες
      γενική της ρόγας των ρογών
    αιτιατική τη ρόγα τις ρόγες
     κλητική ρόγα ρόγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρόγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρόγα < λατινική erogo (μοιράζω, δίνω) [1] < rogo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃reǵ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾo.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρόγα
ομόηχο: ρώγα

Ουσιαστικό

ρόγα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.