ρωγμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρωγμάτωση | οι | ρωγματώσεις |
| γενική | της | ρωγμάτωσης* | των | ρωγματώσεων |
| αιτιατική | τη | ρωγμάτωση | τις | ρωγματώσεις |
| κλητική | ρωγμάτωση | ρωγματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρωγματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρωγμάτωση < *ρωγματώνω + -ση < ρωγμή < αρχαία ελληνική ῥωγμή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρωγμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.