ρυπασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρυπασμένος | η | ρυπασμένη | το | ρυπασμένο |
| γενική | του | ρυπασμένου | της | ρυπασμένης | του | ρυπασμένου |
| αιτιατική | τον | ρυπασμένο | τη | ρυπασμένη | το | ρυπασμένο |
| κλητική | ρυπασμένε | ρυπασμένη | ρυπασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρυπασμένοι | οι | ρυπασμένες | τα | ρυπασμένα |
| γενική | των | ρυπασμένων | των | ρυπασμένων | των | ρυπασμένων |
| αιτιατική | τους | ρυπασμένους | τις | ρυπασμένες | τα | ρυπασμένα |
| κλητική | ρυπασμένοι | ρυπασμένες | ρυπασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρυπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρυπαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.