ρυπαρογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ρυπαρογράφος οι ρυπαρογράφοι
      γενική του/της ρυπαρογράφου των ρυπαρογράφων
    αιτιατική τον/τη ρυπαρογράφο τους/τις ρυπαρογράφους
     κλητική ρυπαρογράφε ρυπαρογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυπαρογράφος < ελληνιστική κοινή ῥυπαρογράφος < αρχαία ελληνική ῥυπαρός + γράφω

Ουσιαστικό

ρυπαρογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.