ρυπαρογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρυπαρογραφικός | η | ρυπαρογραφική | το | ρυπαρογραφικό |
| γενική | του | ρυπαρογραφικού | της | ρυπαρογραφικής | του | ρυπαρογραφικού |
| αιτιατική | τον | ρυπαρογραφικό | τη | ρυπαρογραφική | το | ρυπαρογραφικό |
| κλητική | ρυπαρογραφικέ | ρυπαρογραφική | ρυπαρογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρυπαρογραφικοί | οι | ρυπαρογραφικές | τα | ρυπαρογραφικά |
| γενική | των | ρυπαρογραφικών | των | ρυπαρογραφικών | των | ρυπαρογραφικών |
| αιτιατική | τους | ρυπαρογραφικούς | τις | ρυπαρογραφικές | τα | ρυπαρογραφικά |
| κλητική | ρυπαρογραφικοί | ρυπαρογραφικές | ρυπαρογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρυπαρογραφικός < ρυπαρογράφος + -ικός
Μεταφράσεις
ρυπαρογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.