ρυπαρογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυπαρογραφία οι ρυπαρογραφίες
      γενική της ρυπαρογραφίας των ρυπαρογραφιών
    αιτιατική τη ρυπαρογραφία τις ρυπαρογραφίες
     κλητική ρυπαρογραφία ρυπαρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυπαρογραφία < ρυπαρογράφος + -ία

Ουσιαστικό

ρυπαρογραφία θηλυκό

  1. το να γράφει κάποιος ρυπαρογραφήματα
  2. άλλη μορφή του ρυπαρογράφημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.