ρυπαρογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρυπαρογράφημα | τα | ρυπαρογραφήματα |
| γενική | του | ρυπαρογραφήματος | των | ρυπαρογραφημάτων |
| αιτιατική | το | ρυπαρογράφημα | τα | ρυπαρογραφήματα |
| κλητική | ρυπαρογράφημα | ρυπαρογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυπαρογράφημα < ρυπαρογραφώ + -μα
Ουσιαστικό
ρυπαρογράφημα ουδέτερο
- δημοσίευμα με ανήθικο, υβριστικό ή άσεμνο περιεχόμενο και ανάλογο ύφος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρυπαρογράφος
Μεταφράσεις
ρυπαρογράφημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.