ρυθμολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρυθμολογία | οι | ρυθμολογίες |
| γενική | της | ρυθμολογίας | των | ρυθμολογιών |
| αιτιατική | τη | ρυθμολογία | τις | ρυθμολογίες |
| κλητική | ρυθμολογία | ρυθμολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυθμολογία < ρυθμολόγ(ος) + -ία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhythmologist (rhythmology) < αρχαία ελληνική ῥυθμός + -λογία (λέγω) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾi.θmo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυθ‐μο‐λο‐γί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : ρυ‐θμο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
ρυθμολογία θηλυκό
Αναφορές
- ρυθμολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.