ρυθμολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυθμολογικός η ρυθμολογική το ρυθμολογικό
      γενική του ρυθμολογικού της ρυθμολογικής του ρυθμολογικού
    αιτιατική τον ρυθμολογικό τη ρυθμολογική το ρυθμολογικό
     κλητική ρυθμολογικέ ρυθμολογική ρυθμολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυθμολογικοί οι ρυθμολογικές τα ρυθμολογικά
      γενική των ρυθμολογικών των ρυθμολογικών των ρυθμολογικών
    αιτιατική τους ρυθμολογικούς τις ρυθμολογικές τα ρυθμολογικά
     κλητική ρυθμολογικοί ρυθμολογικές ρυθμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρυθμολογικός < ρυθμολόγ(ος) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.θmo.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυθμολογικός
παλιότερος συλλαβισμός: ρυθμολογικός

Ουσιαστικό

ρυθμολογικός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.