ρυθμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρυθμισμένος | η | ρυθμισμένη | το | ρυθμισμένο |
| γενική | του | ρυθμισμένου | της | ρυθμισμένης | του | ρυθμισμένου |
| αιτιατική | τον | ρυθμισμένο | τη | ρυθμισμένη | το | ρυθμισμένο |
| κλητική | ρυθμισμένε | ρυθμισμένη | ρυθμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρυθμισμένοι | οι | ρυθμισμένες | τα | ρυθμισμένα |
| γενική | των | ρυθμισμένων | των | ρυθμισμένων | των | ρυθμισμένων |
| αιτιατική | τους | ρυθμισμένους | τις | ρυθμισμένες | τα | ρυθμισμένα |
| κλητική | ρυθμισμένοι | ρυθμισμένες | ρυθμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρυθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρυθμίζω
Μεταφράσεις
ρυθμισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.