ρουτινιέρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρουτινιέρισσα | οι | ρουτινιέρισσες |
| γενική | της | ρουτινιέρισσας | — | |
| αιτιατική | τη | ρουτινιέρισσα | τις | ρουτινιέρισσες |
| κλητική | ρουτινιέρισσα | ρουτινιέρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρουτινιέρισσα < ρουτινιέρ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾu.tiˈɲe.ɾi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐τι‐νιέ‐ρισ‐σα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρουτινιέρης
που ακολουθεί τη ρουτίνα
|
|
Αναφορές
- ρουτινιέρισσα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.