ρουτινιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρουτινιέρης | οι | ρουτινιέρηδες |
| γενική | του | ρουτινιέρη | των | ρουτινιέρηδων |
| αιτιατική | τον | ρουτινιέρη | τους | ρουτινιέρηδες |
| κλητική | ρουτινιέρη | ρουτινιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾu.tiˈɲe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐τι‐νιέ‐ρης
Ουσιαστικό
ρουτινιέρης αρσενικό (θηλυκό ρουτινιέρισσα)
- (σπάνιο, για πρόσωπα) που ακολουθεί μια ρουτίνα, που δεν του αρέσουν οι αλλαγές
- (συνεκδοχικά) βαρετός, πληκτικός
Παράγωγα
Μεταφράσεις
που ακολουθεί τη ρουτίνα
|
|
Αναφορές
- ρουτινιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.