ροζέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ροζέτα | οι | ροζέτες |
| γενική | της | ροζέτας | των | ροζετών |
| αιτιατική | τη | ροζέτα | τις | ροζέτες |
| κλητική | ροζέτα | ροζέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ροζέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική rosett
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈze.ta/
Ουσιαστικό
ροζέτα θηλυκό
- έμβλημα σε παράσημο με σχήμα ρόδου
- ανάγλυφο κόσμημα με το ίδιο σχήμα
- (γενικότερα) στρογγυλό διακοσμητικό στοιχείο που έχει συνήθως το σχήμα λουλουδιού
- διαμάντι με πολλές έδρες στο επάνω μέρος του κι επίπεδο στο κάτω
- διακοσμητική κορνίζα από γύψο ή ξύλο, η οποία καλύπτει τη βάση του φωτιστικού ή απλώς καρφώνεται στο ταβάνι
-
ροζέτα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.