φούξια
Νέα ελληνικά (el)

Άνθη της φούξιας.
Ετυμολογία
- φούξια < (λόγιο δάνειο) νεολατινική fuchsia < δοσμένο όνομα από τον Charles Plumier προς τιμήν του γερμανού βοτανολόγου Leonhart Fuchs
- το χρώμα < από το χρώμα του λουλουδιού
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φούξια | οι | φούξιες |
| γενική | της | φούξιας | των | (φουξιών) |
| αιτιατική | τη | φούξια | τις | φούξιες |
| κλητική | φούξια | φούξιες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
φούξια θηλυκό
- (φυτό) μικρός θάμνος του γένους Fuchsia γνωστός για τα όμορφα άνθη του με μοβ πέταλα και με σέπαλα που έχουν το χαρακτηριστικό φούξια χρώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.