pink

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

pink < αβέβαιης ετυμολογίας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɪŋk/

Επίθετο

παραθετικά
θετικός pink
συγκριτικός pinker
υπερθετικός pinkest

pink (en)

Ουσιαστικό

pink (en)

Συγγενικά



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pink (nl) (αρσενικό) πληθυντικός: pinken, υποκοριστικό: pinkje (ουδέτερο)

  1. το μικρό δαχτυλάκι του χεριού
  2. μοσχαράκι ενός χρόνου
  3. (ιστορικό) τύπος πλοίου του 15ου αιώνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.