rosa
Ιταλικά (it)
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- rosa < πιθανόν, (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ῥόδον. Δείτε rosa #Latin στο αγγλικό Βικιλεξικό
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | rosa | rosae |
| γενική | rosae | rosārum |
| δοτική | rosae | rosīs |
| αιτιατική | rosam | rosās |
| κλητική | rosa | rosae |
| αφαιρετική | rosā | rosīs |
Πηγές
- rosa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Σαρδηνιακά (sc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.