ριψοκινδυνευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ριψοκινδυνευμένος | η | ριψοκινδυνευμένη | το | ριψοκινδυνευμένο |
| γενική | του | ριψοκινδυνευμένου | της | ριψοκινδυνευμένης | του | ριψοκινδυνευμένου |
| αιτιατική | τον | ριψοκινδυνευμένο | τη | ριψοκινδυνευμένη | το | ριψοκινδυνευμένο |
| κλητική | ριψοκινδυνευμένε | ριψοκινδυνευμένη | ριψοκινδυνευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ριψοκινδυνευμένοι | οι | ριψοκινδυνευμένες | τα | ριψοκινδυνευμένα |
| γενική | των | ριψοκινδυνευμένων | των | ριψοκινδυνευμένων | των | ριψοκινδυνευμένων |
| αιτιατική | τους | ριψοκινδυνευμένους | τις | ριψοκινδυνευμένες | τα | ριψοκινδυνευμένα |
| κλητική | ριψοκινδυνευμένοι | ριψοκινδυνευμένες | ριψοκινδυνευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ριψοκινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ριψοκινδυνεύω
Μεταφράσεις
ριψοκινδυνευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.