ριπίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριπίδιο τα ριπίδια
      γενική του ριπίδιου
& ριπιδίου
των ριπίδιων
& ριπιδίων
    αιτιατική το ριπίδιο τα ριπίδια
     κλητική ριπίδιο ριπίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριπίδιο < ελληνιστική κοινή ῥιπίδιον < αρχαία ελληνική ῥιπίς

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈpi.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ριπίδιο

Ουσιαστικό

ριπίδιο ουδέτερο

  1. αρχαίο ελληνικό σκεύος, βεντάλια
    άλλες μορφές: ριπίδι
  2. λειτουργικό σκεύος της εκκλησίας, το οποίο χρησίμευε για να απομακρύνει τα έντομα από τα τίμια δώρα
  3. (γεωλογία) γεωλογικός σχηματισμός που μοιάζει με βεντάλια, π.χ. αλλουβιακό ριπίδιο
  4. (βοτανική) (rhipidium): τύπος ταξιανθίας

Συγγενικά

  • ριπίς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.