βεντάλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεντάλια οι βεντάλιες
      γενική της βεντάλιας
    αιτιατική τη βεντάλια τις βεντάλιες
     κλητική βεντάλια βεντάλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βεντάλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική vendaglio [1] < λατινική ventus (αέρας)

Ουσιαστικό

βεντάλια θηλυκό

  1. πτυσσόμενο αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κάνεις αέρα. Ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, διαφέρει το σχήμα και τα υλικά κατασκευής. Συνηθέστερα η βάση είναι ξύλινη και το κυρίως σώμα υφασμάτινο
  2. οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα, πχ η ουρά του παγονιού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.