ριγανάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριγανάτος η ριγανάτη το ριγανάτο
      γενική του ριγανάτου της ριγανάτης του ριγανάτου
    αιτιατική τον ριγανάτο τη ριγανάτη το ριγανάτο
     κλητική ριγανάτε ριγανάτη ριγανάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριγανάτοι οι ριγανάτες τα ριγανάτα
      γενική των ριγανάτων των ριγανάτων των ριγανάτων
    αιτιατική τους ριγανάτους τις ριγανάτες τα ριγανάτα
     κλητική ριγανάτοι ριγανάτες ριγανάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ριγανάτος < ρίγανη + -άτος

Επίθετο

ριγανάτος

  1. που έχει μέσα ως βασικό μυρωδικό τη ρίγανη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ριγανάτο: φαγητό με κρέας, που έχει μέσα ως βασικό μυρωδικό τη ρίγανη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.