ριγανάτο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ριγανάτο
Ουσιαστικό
ριγανάτο ουδέτερο
- (ουσιαστικοποιημένο) φαγητό με κρέας, που έχει μέσα ως βασικό μυρωδικό τη ρίγανη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρίγανη
Μεταφράσεις
ουσιαστικό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.