ρημαγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρημαγμένος η ρημαγμένη το ρημαγμένο
      γενική του ρημαγμένου της ρημαγμένης του ρημαγμένου
    αιτιατική τον ρημαγμένο τη ρημαγμένη το ρημαγμένο
     κλητική ρημαγμένε ρημαγμένη ρημαγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρημαγμένοι οι ρημαγμένες τα ρημαγμένα
      γενική των ρημαγμένων των ρημαγμένων των ρημαγμένων
    αιτιατική τους ρημαγμένους τις ρημαγμένες τα ρημαγμένα
     κλητική ρημαγμένοι ρημαγμένες ρημαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρημαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρημάζω

Μετοχή

ρημαγμένος, -η, -ο

  1.  δείτε τη λέξη ρημάζω
  2. άνθρωπος ερήπιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.