ρημαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρημαγμένος | η | ρημαγμένη | το | ρημαγμένο |
| γενική | του | ρημαγμένου | της | ρημαγμένης | του | ρημαγμένου |
| αιτιατική | τον | ρημαγμένο | τη | ρημαγμένη | το | ρημαγμένο |
| κλητική | ρημαγμένε | ρημαγμένη | ρημαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρημαγμένοι | οι | ρημαγμένες | τα | ρημαγμένα |
| γενική | των | ρημαγμένων | των | ρημαγμένων | των | ρημαγμένων |
| αιτιατική | τους | ρημαγμένους | τις | ρημαγμένες | τα | ρημαγμένα |
| κλητική | ρημαγμένοι | ρημαγμένες | ρημαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρημαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ρημάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.