ρημάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρημάζω < (ελληνιστική κοινή) ἐρημάζω < ἔρημος
Ρήμα
ρημάζω, πρτ.: ρήμαζα, στ.μέλλ.: θα ρημάξω, αόρ.: ρήμαξα, μτχ.π.π.: ρημαγμένος
- (μεταβατικό) με τις ενέργειές μου καταστρέφω κάτι τελείως με αποτέλεσμα να ερημωθεί
- (συνεκδοχικά) χαλάω, καταστρέφω κάτι
- (μεταφορικά) εξασθενώ υπερβολικά κάποιον, τον εξουθενώνω
- (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε ερείπιο και ερημώνομαι
- (συνεκδοχικά) χαλάω, καταστρέφομαι
- (μεταφορικά) εξασθενώ υπερβολικά, εξουθενώνομαι
Εκφράσεις
- ρημάζω στο ξύλο (κάποιον): δέρνω πολύ (κάποιον), δίνω πολύ ξύλο (σε κάποιον)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.