ρεπουμπλικανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεπουμπλικανισμός οι ρεπουμπλικανισμοί
      γενική του ρεπουμπλικανισμού των ρεπουμπλικανισμών
    αιτιατική τον ρεπουμπλικανισμό τους ρεπουμπλικανισμούς
     κλητική ρεπουμπλικανισμέ ρεπουμπλικανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεπουμπλικανισμός < αγγλική republicanism < republican (ρεπουμπλικάνος) + -ism (-ισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.pu.bli.ka.niˈzmos/

Ουσιαστικό

ρεπουμπλικανισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.