ρέπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρέπι τα ρέπια
      γενική του ρεπιού των ρεπιών
    αιτιατική το ρέπι τα ρέπια
     κλητική ρέπι ρέπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέπι < ερείπιο,  και δείτε τη λέξη ρείπιος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾe.pi/
ομόηχο: ρέπει

Ουσιαστικό

ρέπι ουδέτερο

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • κυρίως με λογοτεχνική χρήση

  • Ρέπι (τοπωνύμιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.