ρέπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρέπιο | τα | ρέπια |
| γενική | του | ρέπιου | των | ρέπιων |
| αιτιατική | το | ρέπιο | τα | ρέπια |
| κλητική | ρέπιο | ρέπια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρέπιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ρέπι
- ※ Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες (στίχος από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Η φλογέρα του Βασιλιά»)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.