ρελιάστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρελιάστρα | οι | ρελιάστρες |
| γενική | της | ρελιάστρας | των | ρελιαστρών |
| αιτιατική | τη | ρελιάστρα | τις | ρελιάστρες |
| κλητική | ρελιάστρα | ρελιάστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρελιάστρα θηλυκό
- εξάρτημα ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το ρέλιασμα
- (ειδικότερα) ειδικό ποδαράκι ραπτομηχανής
- (γενικότερα) μηχάνημα που χρησιμοποιείται για να περαστεί πλαστικό ή μεταλλικό ρέλι σε ύφασμα ή άλλο υλικό
- (επάγγελμα) γαζώτρια ειδικευμένη στο ρέλιασμα
- ζητείται ρελιάστρα και κορδελιάστρα για φασόν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρέλι
Μεταφράσεις
ρελιάστρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.