γαζώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαζώτρια | οι | γαζώτριες |
| γενική | της | γαζώτριας | των | γαζωτριών |
| αιτιατική | τη | γαζώτρια | τις | γαζώτριες |
| κλητική | γαζώτρια | γαζώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαζώτρια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γαζώτρια θηλυκό (αρσενικό γαζωτής)
- (επάγγελμα) εργάτρια που δουλεύει στη ραπτομηχανή και γαζώνει
Μεταφράσεις
γαζώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.