φασόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φασόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική façon < λατινική factio < factum < facio < πρωτοϊταλική *fakiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁ (θέτω, βάζω)
Ουσιαστικό
φασόν ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.