φασόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φασόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική façon < λατινική factio < factum < facio < πρωτοϊταλική *fakiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁ (θέτω, βάζω)

Ουσιαστικό

φασόν ουδέτερο άκλιτο

  1. η κατασκευή κάποιων προϊόντων βάσει κάποιου προτύπου
  2. (ειδικότερα) η κατασκευή κάποιων ένδυμάτων βάσει κάποιου προτύπου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.