ρέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρέλι τα ρέλια
      γενική του ρελιού των ρελιών
    αιτιατική το ρέλι τα ρέλια
     κλητική ρέλι ρέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική regli, πληθυντικός αριθμός του reglio

Ουσιαστικό

ρέλι ουδέτερο

  1. στενόμακρο υφασμάτινο κομμάτι που ενισχύει τις άκρες υφάσματος, ταπετσαρίας, χαλιού κ.ο.κ.
  2. στενόμακρη χάρτινη λωρίδα που ενισχύει τις άκρες ενός φύλλου χαρτιού ή ενός βιβλίου
  3. (ναυτικός όρος, στον πληθυντικό) ρέλια: τα προστατευτικά κάγκελα ενός πλοίου
    Τρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.