éveil

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

éveil < éveiller

Ουσιαστικό

éveil (fr) αρσενικό

  1. η αφύπνιση
    (σχολείο) Λέγεται για τα μαθήματα που 'ξυπνούν' το μυαλό (ιστορία, γεωγραφία, μουσική, ζωγραφική, κλπ.)
  2. η εγρήγορση

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.