ῥαφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ῥαφή | αἱ | ῥαφαί |
| γενική | τῆς | ῥαφῆς | τῶν | ῥαφῶν |
| δοτική | τῇ | ῥαφῇ | ταῖς | ῥαφαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ῥαφήν | τὰς | ῥαφᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ῥαφή | ῥαφαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥαφᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥαφαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ῥαφή < ῥάπτω
Πηγές
- ῥαφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥαφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.