ραβδωτό

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

ραβδωτό ουδέτερο

  1. (ιατρική)  δείτε τη λέξη ραβδωτό σώμα
  2. (ανατομία, εγκέφαλος) τμήμα των βασικών γαγγλίων, που συμμετέχει στην επιβράβευση και τον μυϊκό συντονισμό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ραβδωτό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.