ραβδομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραβδομαντεία | οι | ραβδομαντείες |
| γενική | της | ραβδομαντείας | των | ραβδομαντειών |
| αιτιατική | τη | ραβδομαντεία | τις | ραβδομαντείες |
| κλητική | ραβδομαντεία | ραβδομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραβδομαντεία < ελληνιστική κοινή ῥαβδομαντεία < αρχαία ελληνική ῥάβδος + μάντης, μορφολογικά αναλύεται σε ράβδ(ος) + -ο- + -μαντεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾa.vðo.manˈdi.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.