Ρήγαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ρήγαινα | οι | Ρήγαινες |
| γενική | της | Ρήγαινας | των | (Ρηγαινών) |
| αιτιατική | τη | Ρήγαινα | τις | Ρήγαινες |
| κλητική | Ρήγαινα | Ρήγαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ρήγαινα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρήγαινα < αρσενικό ρήξ, ρήγας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.ʝe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρή‐γαι‐να
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.