ρακοσυλλέκτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρακοσυλλέκτρια | οι | ρακοσυλλέκτριες |
| γενική | της | ρακοσυλλέκτριας | των | ρακοσυλλεκτριών |
| αιτιατική | τη | ρακοσυλλέκτρια | τις | ρακοσυλλέκτριες |
| κλητική | ρακοσυλλέκτρια | ρακοσυλλέκτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρακοσυλλέκτρια < ρακοσυλλέκτης + -τρια
Μεταφράσεις
ρακοσυλλέκτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.